Καλώς ήλθατε στο χωριό ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΛΑΚΩΝΙΑΣ... στο blog μας θα βρείτε έγκυρη ενημέρωση και ευχάριστη ψυχαγωγία ...γράψτε μας τα σχόλια και τις παρατηρήσεις σας ... θα χαρούμε ιδιαίτερα αν εγγραφείτε ως αναγνώστες μας και ενδυναμώσετε "ψηφιακά" το χωριό μας.

ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ ΑΓ.ΣΤΕΦΑΝΟΥ


Η παρακάτω ομιλία δόθηκε από την  Δρ. Ευαγγελία Κυριατζή, Προϊστορική Αρχαιολόγο, Διευθύντρια του εργαστηρίου Αρχαιομετρίας Fitch της Βρετανικής Σχολής Αθηνών στην "ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΟΥ 2009" και με την οποία ενημέρωσε  τους παρευρισκομένους για τον προϊστορικό  οικισμό του Αγίου Στεφάνου.

"Είναι ιδιαίτερη η χαρά μου που παρευρίσκομαι απόψε σ αυτή τη γιορτή γιατί πραγματοποιείται σε μια περιοχή με την οποία τα τελευταία χρόνια έχω δεθεί αρκετά λόγω των αρχαιολογικών ερευνών που πραγματοποιούμε, αλλά νιώθω επίσης και ιδιαίτερη τιμή που μου δίνεται η ευκαιρία να συμμετάσχω σε μια εκδήλωση πολύ ελπιδοφόρα, που οργανώνεται από μια δυναμική τοπική κοινωνία, και κυρίως ένα δυναμικό γυναικείο συνεταιρισμό, με πρωτοβουλίες που δείχνουν ιδιαίτερες ευαισθησίες σε θέματα πολιτισμικά, περιβαλλοντικά και ευρύτερα κοινωνικά. Σίγουρα ένα παράδειγμα που θα ήταν καλό να ακολουθήσουν κι άλλοι.....

Πριν προχωρήσω θα ήθελα να σας μεταφέρω τους θερμούς χαιρετισμούς και πολλές ευχές για την επιτυχία του εγχειρήματός σας από τη διευθύντρια της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα, την καθηγήτρια Catherine Morgan, στην οποία αρχικά απευθύνθηκε η πρόσκληση γι αυτήν την ομιλία. Η κυρία Morgan, με μεγάλη της λύπη τελικά, δεν μπόρεσε να αποδεχθεί προσωπικά την πρόσκληση, καθώς έπρεπε να βρίσκεται στην Κρήτη για υποχρεώσεις της Σχολής. Ζήτησε από μένα, λοιπόν, να σας μιλήσω για το έργο της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην περιοχή καθώς ανήκω στην ομάδα των συνεχιστών της παράδοσης της Σχολής στην ευρύτερη περιοχή της Λακωνίας.

Θα πρέπει να σας πω ότι έρχομαι κατευθείαν από τα Κύθηρα, όπου βρίσκομαι εδώ και μια βδομάδα με ερευνητική ομάδα της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής, για δωδέκατη συνεχόμενη χρονιά, σε μια προσπάθεια να ανασυνθέσουμε την προϊστορία και την ιστορία του νησιού αλλά και τις σχέσεις τους με τις γειτονικές περιοχές, δηλαδή τη Λακωνία και την Κρήτη.

Το ενδιαφέρον όμως της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής για την προϊστορία της ευρύτερης αυτής περιοχής, της νότιας Λακωνίας και των Κυθήρων, πηγαίνει πίσω στη δεκαετία του 1950. Πρώτος σταθμός υπήρξαν οι έρευνες των Richard Hope-Simpson και Helen Waterhouse, που περπάτησαν τη Λακωνία και τα Κύθηρα και εντόπισαν πλήθος προϊστορικών θέσεων. Αυτοί φαίνεται να εντόπισαν και τον προϊστορικό οικισμό του Αγίου Στεφάνου, όπου ακολούθησαν πολύχρονες ανασκαφές.

Παράλληλα με τις ανασκαφές στον Άγιο Στέφανο, στα 1959, 1963 και μετά στη δεκαετία του 1970, η Αγγλική Σχολή ξεκίνησε ανασκαφές και στο Καστρί Κυθήρων μια θέση σύγχρονη με τον Άγιο Στέφανο. Σήμερα οι δύο αυτές θέσεις, ο Άγιος Στέφανος Λακωνίας και το Καστρί Κυθήρων, η κάθε μια από αυτές δημοσιευμένη σε ένα μεγάλο τόμο, αποτελούν δύο από τις σημαντικότερες προϊστορικές θέσεις της Ελλάδας, γνωστές σε όλους αυτούς που ασχολούνται με την προϊστορία της χώρας μας, Έλληνες και ξένους. Τι ήταν όμως αυτό που τράβηξε το ενδιαφέρον των ερευνών μας σ αυτήν την περιοχή, και γιατί οι ανασκαφές στις δύο αυτές θέσεις υπήρξαν τόσο σημαντικές? Ήδη μέχρι τη δεκαετία του 1950, είχαν πραγματοποιηθεί πολύχρονες ανασκαφές σε διάφορες θέσεις της Κρήτης, κυρίως την Κνωσό, αλλά και τις Μυκήνες, που έφεραν στο φως μεγάλης κλίμακας και σύνθετα κτιριακά συγκροτήματα, τα λεγόμενα ανάκτορα, που αντανακλούσαν κοινωνίες με ιδιαίτερα πολύπλοκη οργάνωση για την εποχή, με πλούτο και δύναμη στα χέρια μιας άρχουσας τάξης, με ιδιαίτερα αναπτυγμένο εμπόριο και ανταλλαγές αλλά και τέχνες, και με τη χρήση γραφής. Τα πρώτα ανάκτορα στην Κρήτη εμφανίστηκαν γύρω στο 1900 π.Χ ενώ τα ανάκτορα στην ηπειρωτική Ελλάδα, στις Μυκήνες, την Πύλο (τώρα απ΄ ότι φαίνεται μάλλον και στη Λακωνία, στον Άγιο Βασίλειο) εμφανίστηκαν μερικούς αιώνες αργότερα. .......Σε όλο αυτό το διάστημα οι επιδράσεις της Κρήτης στην νότια ηπειρωτική Ελλάδα ήταν έντονες τόσο που συχνά γίνεται λόγος για εκμινωισμό και προφανώς συνέβαλαν σημαντικά στην εμφάνιση των λεγόμενων Μυκηναϊκών ανακτόρων.

Ενώ αργότερα η επίδραση αυτή φαίνεται ότι αντιστράφηκε και έντονα Μυκηναϊκά στοιχεία πλέον εμφανίζονται στα μινωικά ανάκτορα, τόσο που κάποιοι ερευνητές κάνουν λόγο για Μυκηναϊκή κατάκτηση της Κρήτης.

Έγινε φανερό λοιπόν από νωρίς, ότι για τη βαθύτερη κατανόηση της πολύπλοκης και μεταβαλλόμενης σχέσης ανάμεσα στο μινωικό και το μυκηναϊκό πολιτισμό, θα έπαιζε η έρευνα στη νότια Λακωνία και τα Κύθηρα, περιοχές που ουσιαστικά γεφυρώνουν την ηπειρωτική Ελλάδα και την Κρήτη. Άλλωστε ο William Taylour, που διεύθυνε τις ανασκαφές στον Άγιο Στέφανο, είχε ήδη δουλέψει για χρόνια στις ανασκαφές των Μυκηνών, και ήρθε στη νότια Λακωνία ψάχνοντας να ανασκάψει μια θέση που θα βοηθούσε να καταλάβει καλύτερα τις απαρχές των Μυκηναϊκών ανακτόρων και τη σχέση τους με τα μινωικά. Πραγματοποίησε προκαταρκτικές έρευνες σε δύο θέσεις, στον Άγιο Στέφανο αλλά και το Αστέρι, και τελικά επέλεξε την πρώτη καθώς φαινόταν να έχει περισσότερα μινωικά στοιχεία.

Οι ανασκαφές στον Άγιο Στέφανο ξεκίνησαν το 1959, σε μια εποχή που ελάχιστα πράγματα ήταν γνωστά για την προϊστορική Λακωνία, και συνεχίστηκαν το 1960 και 1963. Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών δημοσιεύθηκαν το 1972. Οι ανασκαφές ξανάρχισαν το 1973, συνεχίστηκαν το 1974 και 1977 και συνδυάστηκαν με πολλές περιόδους μελέτης των ευρημάτων στο Μουσείο της Σπάρτης.

Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών μια μεγάλη ομάδα ερευνητών ποικίλων ειδικοτήτων, από διάφορες χώρες, εργάστηκε στη θέση χρησιμοποιώντας σαν βάση το ξενοδοχείο Άλσος στη Σκάλα. Στις ανασκαφές αυτές εργάστηκε και ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων από την περιοχή, κυρίως από τη Στεφανιά .

Τα ονόματά τους αναφέρονται στην τελική δημοσίευση και θα ήθελα, αν και ποτέ δεν τους γνώρισα, να τους ευχαριστήσω εκ μέρους της Αγγλικής Σχολής, για την ουσιαστική συμβολή τους, όπως και όλη την τοπική κοινωνία φυσικά που φιλοξένησε αυτές τις ομάδες των ερευνητών εδώ για κάποια χρόνια.

Για το δεύτερο μέρος των ερευνών στη δεκαετία του 1970 έχουν δημοσιευθεί δύο βιβλία, ενώ ο συνολικός τόμος για τις έρευνες στον Άγιο Στέφανο, δημοσιεύθηκε από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή την περσινή μόλις χρονιά, με μεγάλη καθυστέρηση, λόγω του θανάτου του ανασκαφέα της θέσης το 1989, ενώ ετοίμαζε την τελική δημοσίευση. Τον άθλο της συνέχισης αυτού του έργου και της ολοκλήρωσης τελικά του βιβλίου ανέλαβε ο καθηγητής Richard Janko, που υπήρξε συνεργάτης της ανασκαφής.

Πριν προχωρήσω σε μια σύντομη παρουσίαση των βασικών αποτελεσμάτων των ανασκαφών στον Άγιο Στέφανο, θα ήθελα να πω λίγα πράγματα για το φυσικό περιβάλλον της θέσης, που δε ήταν αυτό που βλέπουμε σήμερα.

Ο λόφος του Άγιου Στέφανου απέχει σήμερα 2 περίπου χιλιόμετρα από την ακτογραμμή. Κατά την εποχή του Χαλκού, όμως, φαίνεται ότι η θέση ήταν παραλιακή.

Ουσιαστικά ο προϊστορικός οικισμός βρισκόταν πάνω σε χερσόνησο, με δύο λιμάνια, ένα στα νότια κι ένα στα βόρεια, και καλλιεργήσιμες εκτάσεις πολύ μικρότερης έκτασης, κυρίως προς τους λόφους γύρω από τη θέση.

Ο λόφος έχει επίπεδη κορυφή, και απόκρημνες τις δύο πλευρές στα βόρεια και ανατολικά, ενώ η πρόσβαση γίνεται από τα δυτικά από στενό σχετικά πέρασμα. Πρόκειται δηλαδή για μια σχετικά οχυρή παράλια θέση, Το σημερινό υψόμετρο είναι 30-40μ. από την επιφάνεια της γύρω πεδιάδας. Η ανασκαφή επικεντρώθηκε κυρίως στην κορυφή καλύπτοντας συνολική έκταση 1000 περίπου τετραγωνικών μέτρων. Φυσικά δεν ανασκάφτηκε όλος ο οικισμός παρά μόνο ένα μικρό σχετικά τμήματα του. Ανοίχτηκε ένας μεγάλος αριθμός από σκάμματα ή τομές (βλέπε τετράγωνα) για να ερευνηθεί δειγματοληπτικά ένα μεγάλο μέρος της θέσης.

Ο οικισμός, που ιδρύθηκε αρχικά πάνω σε φυσικό εξάρμα, έχει τη μορφή τούμπας. Πρόκειται δηλαδή για συνεχόμενη κατοίκηση στον ίδιο χώρο όπου τα νέα κτίρια οικοδομούνται πάνω στα ερείπια των παλιών και έτσι βαθμιαία αυξάνεται το ύψος του οικισμού και δημιουργείται αυτό που αποκαλούμε τούμπα, που θα μπορούσαμε να το παραλληλίσουμε με μια τούρτα που έχει πολλές διαφορετικές στρώσεις. Έτσι με την ανασκαφή αποκαλύπτουμε ουσιαστικά σιγά-σιγά αυτές τις στρώσεις, κάθε μια από τις οποίες περιέχει τα ερείπια των σπιτιών, τα υπολείμματα των τροφών (π.χ. κόκκαλα, σπόρους), αλλά και ολόκληρα ή σπασμένα αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν από τους ανθρώπους που έμεναν τα σπίτια (βάζα κεραμικά, εργαλεία λίθινα ή οστέινα, κοσμήματα κλπ). Μελετώντας αυτά καταλαβαίνουμε πως ήταν τα σπίτια σε κάθε στρώση, πως ζούσαν οι άνθρωποι, με ποιούς είχαν επαφή κλπ. Και φυσικά τα χρονολογούμε, με βάση τα ευρήματα, κυρίως με τους τύπους των κεραμεικών σκευών που χρησιμοποιούσαν, αυτό ακριβώς έγινε και στον Άγιο Στέφανο.

Θα σας δείξω κάποιες από αυτές τις στρώσεις του οικισμού για να πάρετε μια εικόνα, χωρίς να μπώ σε λεπτομέρειες.

Οι παλιότερες στρώσεις, δηλαδή οι πιο βαθιές, χρονολογούνται περίπου στην αρχή της 3ης χιλιετίας π.Χ., λίγο μετά το 3,000 π.Χ, στην περίοδο που ονομάζουμε πρώιμη εποχή του χαλκού Ι. Υπάρχουν αλλεπάλληλες στρώσεις που καλύπτουν όλη την εποχή του χαλκού, και δείχνουν ότι η κατοίκηση στον οικισμό συνεχίστηκε σχεδόν χωρίς καμία διακοπή για 1800 περίπου χρόνια. Η θέση φαίνεται ότι άκμασε και είχε έντονες επαφές με την Κρήτη και τα Κύθηρα την περίοδο των μινωικών ανακτόρων (δηλαδή περίπου από το 1900 ως το 1600 πΧ), όταν αποτελούσε έναν από τους βασικούς σταθμούς επικοινωνίας των θαλάσσιων δρόμων από την Κρήτη με το εσωτερικό της Λακωνίας και της Πελοποννήσου.

Η ανάπτυξη αυτή του οικισμού φαίνεται να συνδέεται με την καίρια θέση του στο μυχό του Λακωνικού κόλπου, με διπλό λιμάνι, σε μια εποχή που οι θαλάσσιες επικοινωνίες αναπτύχθηκαν δραματικά λόγω της ανακάλυψης του πανιού, δηλαδή ιστιοφόρων πλοίων....ενώ μέχρι τότε τα πλεούμενα κινούνταν με κουπιά. Σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης της θέσης πιθανόν υπήρξαν και οι πηγές του Λακωνικού πορφυρίτη, ή lapis lacaedemonius, του πετρώματος που οι μινωίτες προτιμούσαν για διάφορα αντικείμενα μικροτεχνίας και λίθινα αγγεία. Αργότερα, όμως, την περίοδο των μυκηναϊκών ανακτόρων, φαίνεται ότι ο οικισμός παρακμάζει και περιθωριοποιείται (όπως ίσως και τα Κύθηρα), ίσως λόγω της μετατόπισης του ενδιαφέροντος σε άλλες περιοχές (π.χ. Μεσσηνία) αλλά και των επακόλουθων αλλαγών στους θαλάσσιους δρόμους.

Ο λόφος εγκαταλείπεται στο τέλος της εποχής του χαλκού και για σχεδόν δυόμισι χιλιάδες χρόνια, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη μόνιμης χρήσης, εκτός ίσως από περιστασιακές επισκέψεις βοσκών ή περιηγητών από τους οποίους πέφτουν διάφορα αντικείμενα στην επιφάνεια της θέσης. Η θέση ξανακατοικήθηκε τον 13ο και 14ο αιώνα μΧ, όταν περιβαλλόταν πλέον από έλη.
Τα κτίσματα που ανασκάφτηκαν από αυτήν την περίοδο, συνδέθηκαν με πανδοχείο και πύργο-παρατηρητήριο που χρησιμοποιήθηκαν από τους Φράγκους που έφερε μαζί του ο ιππότης Guy de L’Elles. Στις αρχές του 14ου αιώνα, ίσως μετά το 1321, η θέση φαίνεται ότι δέχθηκε επιδρομή (ίσως από Καταλανούς ή Τούρκους) και ερημώθηκε τελείως. Οι επόμενοι χρήστες του χώρου, πέρα από τους κατά καιρούς καλλιεργητές ήταν οι αρχαιολόγοι αρκετούς αιώνες αργότερα, στα μέσα του 20ου αιώνα.

Αφού κάλυψα, η αλήθεια είναι με πολύ μεγάλα βήματα την πολύχρονη ιστορία της θέσης του Άγιου Στέφανου, θα ήθελα να σας δείξω και κάποιες φωτογραφίες από τα ευρήματα των ανασκαφών, κινητά και ακίνητα, κάτι που θα μου δώσει και την ευκαιρία να σας δώσω κάποιες πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων που έζησαν (αλλά και πέθαναν) εκεί.
Καταρχήν θα ήθελα να σας δείξω κάποια από τα κτίρια, κυρίως σπίτια, που ανασκάφτηκαν. Στη μακρόχρονη ιστορία του οικισμού η μορφή των σπιτιών άλλαξε.

Έτσι στις πρώιμες φάσεις τα σπίτια ήταν αψιδωτά και στη συνέχεια έγιναν παραλληλόγραμμα. Επίσης το σχέδιο του οικισμού μεταβλήθηκε, δηλαδή οι δρόμοι ή ο προσανατολισμός των κτιρίων, αλλά και η πυκνότητά τους. Δεν κατοικούνταν όλος ο λόφος σε όλες τις περιόδους. Οι ανασκαφείς υπολογίζουν ότι ο πληθυσμός δε θα πρέπει να ξεπέρασε σε καμία περίοδο τους 400-500 ανθρώπους, και συνήθως ήταν πολύ μικρότερος. Μιλάμε δηλαδή για ένα προϊστορικό χωριό. Μέσα στα όρια του χωριού αυτού, κάτω από τα δάπεδα των σπιτιών ή ανάμεσα σε τοίχους, ανακαλύφθηκαν και τάφοι.

Τα κτερίσματα που συνόδευαν τους νεκρούς δείχνουν ότι αυτοί οι τάφοι ανήκουν στη φάση της ζωής του οικισμού. Δηλαδή, ένα μέρος αυτών που ζούσαν και πέθαναν σ αυτό το χωριό, θαβόταν μέσα στον οικισμό. Σίγουρα το μεγαλύτερο μέρος θαβόταν σε νεκροταφεία εκτός οικισμού. Συνολικά βρέθηκαν 154 ταφές που καλύπτουν τα 1800 περίπου χρόνια ζωής αυτού του χωριού. Η μελέτη των σκελετών από ειδικούς έδειξε ότι ανάμεσα στους νεκρούς κυριαρχούν τα βρέφη και τα παιδιά και μετά οι ώριμοι ενήλικες, κάτι αναμενόμενο για μια κοινωνία «υποανάπτυκτη», με βάση τα σημερινά δεδομένα. Ο αριθμός των βρεφών και παιδιών όμως φαίνεται υπερβολικά μεγάλος και ίσως δηλώνει ότι αυτές οι ηλικίες θάβονταν πιο συχνά μέσα στα όρια του οικισμού, σε άμεση σχεδόν επαφή με το χώρο των ζωντανών. Είναι ενδιαφέρουσα η απουσία ενδείξεων από τους σκελετούς για ελονοσία, κάτι που ίσως αντανακλά την απουσία ελών από την περιοχή. Λιμνοθάλασσες και έλη θα πρέπει να άρχισαν να σχηματίζονται στην περιοχή μετά το τέλος της εποχής του χαλκού.

Μέσα στις στρώσεις κατοίκησης του οικισμού, βρέθηκαν άφθονα οστά ζώων, αλλά και πολλά οστά ψαριών και όστρεα που μαρτυρούν σημαντική κατανάλωση ψαριών και οστρακοειδών προφανώς από το φυσικό περιβάλλον της θέσης. Ενώ τα βοτανικά κατάλοιπα φαίνεται να υποδηλώνουν καλλιέργεια και κατανάλωση της γνωστής ποικιλίας φυτών που συνδέονται με τη μεσογειακή δίαιτα.

Οι κάτοικοι του χωριού αυτού χρησιμοποιούσαν μια μεγάλη γκάμα από κεραμικά σκεύη για την αποθήκευση, μαγείρεμα και κατανάλωση της τροφής, που τα βρίσκουμε κυρίως σε θραύσματα, αλλά τα χρησιμοποιούσαν και σαν κτερίσματα στους νεκρούς τους (και σ αυτές τις περιπτώσεις τα βρίσκουμε ολόκληρα). Αν και τα περισσότερα από αυτά τα κεραμικά, όπως έδειξαν αναλύσεις του πηλού, ήταν κατασκευασμένα στην περιοχή, εισήγαγαν και πολλά από τα Κύθηρα, αλλά και μέρη πιο μακρινά, όπως η Αίγινα, η Αργολίδα ή και η Κρήτη.

Πέρα από την αγγειοπλαστική, οι ανασκαφές έφεραν στο φως και ενδείξεις για άσκηση μεταλλουργίας. Ακόμη, βρέθηκε μεγάλος αριθμός εργαλείων από διάφορα υλικά αλλά και μικροαντικείμενα, όπως πήλινα ειδώλια ανθρωπόμορφα ή ζωόμορφα που μάλλον συνδέονται με τη σφαίρα της ιδεολογίας και των θρησκευτικών αντιλήψεων. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης και τα αντικείμενα προσωπικής κόσμησης, που βρίσκονται κυρίως στους τάφους, και μας βοηθούν να καταλάβουμε καλύτερα την κοινωνική ζωή των κατοίκων, όπως για παράδειγμα αν ήταν διακριτοί οι ρόλοι ανδρών και γυναικών ή πλούσιων και φτωχών.

Οι πληροφορίες που έφεραν στο φως οι ανασκαφές στον Άγιο Στέφανο είναι πραγματικά σημαντικές τόσο για την έκταση όσο και το βάθος τους. Στόχος μου ήταν να σας παρουσιάσω μια πολύ σύντομη περίληψη ...χωρίς φυσικά να σας κουράσω πολύ...ελπίζω να το κατάφερα και ίσως κάποιοι από σας που αποφασίσετε να κάνετε μια επίσκεψη στο λόφο ένα απόγευμα θα μπορέσετε να φανταστείτε πιο εύκολα τώρα πως ζούσε αυτό το χωριό σ ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον από αυτό που βλέπει κανείς σήμερα.

Όταν άρχισα να σκέφτομαι αυτή την ομιλία, προσπαθούσα να βρώ έναν τρόπο να συνδέσω το θέμα της με τη Γιορτή Πορτοκαλιού!.....και φυσικά δεν υπάρχει καμία σχέση αφού η ιστορία της θέσης του Άγιου Στέφανου ανήκει εξ ολοκλήρου στην προ-πορτοκαλιού περίοδο της Λακωνίας
Από την άλλη όμως, τόσο ο προϊστορικός οικισμός στον Άγιο Στέφανο όσο και το πορτοκάλι (η εισαγωγή και καλλιέργειά του) συνδέονται με σημαντικές πτυχές του παρελθόντος και του παρόντος αυτού του τόπου. Και για να προχωρήσουμε στο μέλλον είναι σίγουρα απαραίτητο να φροντίσουμε και το παρόν αλλά και το παρελθόν, γι' αυτό θα ήθελα να δώσω πραγματικά συγχαρητήρια στους οργανωτές ή καλύτερα τις οργανώτριες, και ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ για την τιμή που μας κάνατε και την φιλοξενία σε όλους και ιδιαίτερα στην κυρία Δήμητρα Μαστρογιαννάκου.

Πολλές ευχές για την καλή επιτυχία των εκδηλώσεων."

Το ιστολόγιο μας θέλει να ευχαριστήσει την Δρ Ευαγγελία Κυριατζή, για την παραχώρηση του κειμένου της ομιλίας της.